- πρωτοδαής
- -ές, Απρωτόπειρος, αρχάριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. ἐ-δάην, αόρ. β' τού *δάω «μαθαίνω», βλ. και το ομόρριζο διδάσκω), πρβλ. ὀρθο-δαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοδαεῖς — πρωτοδαής having learnt for the first time masc/fem acc pl πρωτοδαής having learnt for the first time masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)